- θεράπευμα
- θεράπευμα, τὸ (Α) [θεραπεύω]1. (για θεούς ή ήρωες) λατρεία2. περιποίηση, υπηρεσία προς κάποιον3. φροντίδα τού σώματος4. ιατρική θεραπεία5. παρασκεύασμα χρήσιμο ως φάρμακο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεράπευμα — a service done to another neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευμάτων — θεράπευμα a service done to another neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύμασι — θεράπευμα a service done to another neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύμασιν — θεράπευμα a service done to another neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύματα — θεράπευμα a service done to another neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύματι — θεράπευμα a service done to another neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
ՍՓՈՓԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0766 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c գ. παραμυθία solatium, consolatio, exhortatio θεράπευμα, μείλειγμα mitigatio, lenitas, recreatio. Սփոփութիւն. մխիթարութիւն. սրտի դիւր. զուարճութիւն. զբօսանք. զովացումն. դեղ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)